- ξερακιανός
- [ксэракьянос] εκ. сухощавый, сухопарый,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ξερακιανός — και ξεραγκιανός και ξηραγκιανός, ή, ό (για πρόσ.) πολύ ψηλός και λιγνός, λιπόσαρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξέρακας + κατάλ. ιανός (πρβλ. παρακατ ιανός). Ο τ. ξηραγκιανός κατ επίδραση τού ξηρός] … Dictionary of Greek
ξερακιανός — ή, ό ο λεπτός, ο αδύνατος, ο χωρίς περιττά λίπη άνθρωπος, αλλ. λιπόσαρκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεραγκιανός — ή, ο βλ. ξερακιανός … Dictionary of Greek
ξηραγκιανός — ή, ό βλ. ξερακιανός … Dictionary of Greek
σαρακοστιανός — και σαρακοστινός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σαρακοστή, νηστήσιμος 2. (κατ επέκτ.) κάθε είδος τροφής που δεν έχει ζωική προέλευση και τρώγεται κατά την περίοδο τής νηστείας 3. μτφ. άνθρωπος υπερβολικά αδύνατος, κοκαλιάρης,… … Dictionary of Greek